- δισκευθέντα
- δισκεύωto be pitchedaor part pass neut nom/voc/acc plδισκεύωto be pitchedaor part pass masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νεφόθεν — (Μ) επίρρ. από τα σύννεφα («χαλαζῶν πετρώματα νεφόθεν δισκευθέντα», Κ. Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νέφος + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. νεφελό θεν)] … Dictionary of Greek